- κτηνοτροφοῦσιν
- κτηνοτροφέωkeep cattlepres part act masc/neut dat pl (attic epic doric)κτηνοτροφέωkeep cattlepres ind act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κτηνοτροφώ — κτηνοτροφῶ, έω (AM) [κτηνοτρόφος] εκτρέφω ζώα, είμαι κτηνοτρόφος («κτηνοτροφοῡσιν Ἄραβες... τὰ θρέμματα οὐκ ἄνδρες μόνον, ἀλλὰ καὶ γυναῑκες», Φίλ.) … Dictionary of Greek